λατάκια

λατάκια
Πόλη της Συρίας, η Λαοδίκεια της αρχαιότητας. Βλ. λ. Λαοδίκεια (η επί θαλάσση).
* * *
η
(γεωπ.) ποικιλία ανατολικών καπνών ανώτερης ποιότητας που ξηραίνονται σε φωτιά από ξύλα κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. latakia < Latakia, ονομασία πόλης της Συρίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λαοδίκεια — I (Λαοδίκεια η επί Λύκω). Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Η θέση της ήταν σε απόσταση 9 χλμ. από το σημερινό Ντενιζλί στα όρια της Καρίας και της Λυκίας. Ιδρύθηκε από τον Αντίοχο B’ πριν από το 240 π.Χ. στη θέση της Διόσπολης. Μετά τον Μιθριδατικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”