- λατάκια
- Πόλη της Συρίας, η Λαοδίκεια της αρχαιότητας. Βλ. λ. Λαοδίκεια (η επί θαλάσση).
* * *η(γεωπ.) ποικιλία ανατολικών καπνών ανώτερης ποιότητας που ξηραίνονται σε φωτιά από ξύλα κέδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. latakia < Latakia, ονομασία πόλης της Συρίας].
Dictionary of Greek. 2013.